πλώρη ή πρώρα

πλώρη ή πρώρα
Το μπροστινό άκρο ενός σκάφους και κατ’ επέκταση όλο το πρωραίο τμήμα προς διάκριση από την κεντρική και την πρυμναία ζώνη. Βασικό δομικό στοιχείο της είναι το κοράκι (στείρα), σχήματος γενικά καμπύλου (με την κοιλότητα προς τα έξω), αλλά συχνά και ευθύγραμμου, που υψώνεται από την καρένα και ενώνεται στο μπροστινό άκρο της με μια σύνδεση κοίλη προς τα έξω, που λέγεται μπρατσόλι (αγκών). Το σχήμα της π., που πρέπει να ανταποκρίνεται στις απαιτήσεις της καλής ευστάθειας στη θάλασσα (να εμποδίζει το σκάσιμο του κύματος επάνω της) και της χαμηλής αντίστασης στην κίνηση, πήρε κατά καιρούς και εξακολουθεί να παίρνει διάφορες μορφές, εξαρτώμενες προπάντων από τις απαιτήσεις της ταχύτητας και της χρησιμοποίησης των διάφορων τύπων πλοίων. Κατά την κλασική αρχαιότητα, η π. ήταν μάλλον ογκώδης και στις κωπήλατες πολεμικές μονάδες ήταν εφοδιασμένη συχνά με έμβολο, τοποθετημένο λίγο πάνω από την ίσαλο και προορισμένο να βυθίζεται στα πλευρά των αντίπαλων πλοίων. Κατά την εποχή της ιστιοφόρας ναυτιλίας η π., πιο λεπτή προς τα κάτω, ήταν λεπτόγραμμη και τοξοειδής, για να συνδέεται με τον πρόβολο και έφερε διάφορα στολίδια και συμβολικές μορφές: οι διακοσμήσεις αυτές ονομάζονταν ακρόπρωρα. Κατά τους νεότερους χρόνους, με την αύξηση της ταχύτητας των πλοίων, η π. έγινε λεπτότερη στη ζώνη που βρίσκεται κοντύτερα στο θαλασσοτόμο για να σχίζει καλύτερα το νερό (οξύπλωρο σκάφος). Κατά το δεύτερο μισό του 19ου αι. το βυθισμένο τμήμα της π. πολλών πολεμικών πλοίων ήταν εφοδιασμένο με ένα ισχυρό έμβολο, μήκους μερικών μέτρων, που προοριζόταν να προξενεί με τη σύγκρουση οπή στα ύφαλα των αντίπαλων μονάδων. Σήμερα το βυθισμένο τμήμα της π. των μεγαλύτερων ταχύπλοων πλοίων έχει σχήμα βολβοειδές, για να ελαττώνεται στις υψηλές ταχύτητες η αντίσταση στην κίνηση. Στην π. βρίσκονται επίσης οι άγκυρες και όλοι οι μηχανισμοί για τη λειτουργία τους, μεταξύ των οποίων κυρίως τα όκια, οι εργάτες ανύψωσης των αγκυρών, τα φρέατα των αλυσίδων (στα oποία μαζεύονται οι αλυσίδες των αγκυρών) και οι πίσω καστανιόλες (στραγγαλιστήρες), απλοί, αλλά ισχυροί μηχανισμοί με μοχλό, που εμποδίζουν το ξετύλιγμα της αλυσίδας, όταν η άγκυρα βρίσκεται στο βυθό ή στο όκιο.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • πρώρα — η, ΝΜΑ, και πλώρη Ν, και επικ. και ιων. τ. πρῴρη και πρῷρα και ποιητ. τ. πρώϊρα και άχρηστος ασυναίρ. τ. στον Ηρωδιανό πρώειρα και πρώρρα Α το πρόσθιο σφηνοειδές άκρο τού πλοίου, το προορισμένο να διασχίζει το νερό νεοελλ. (κατ επέκτ.) το πρόσθιο …   Dictionary of Greek

  • πλώρη — η, Ν βλ. πρώρα …   Dictionary of Greek

  • υψίπρωρος — η, ο / ὑψίπρῳρος, ον, ΝΑ και ὑψόπρῳρος, Α αυτός που έχει ψηλή πλώρη νεοελλ. φρ. «υψίπρωρο πλοίο» ή, απλώς, «το υψίπρωρο» ναυτ. πλοίο με την πρώρα του διαμορφωμένη σαφώς ψηλότερα από το υπόλοιπο κατάστρωμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὕψι «ψηλά» / ὕψος + πρῳρος …   Dictionary of Greek

  • ιστία — Πανιά από φυσικό ή συνθετικό ύφασμα που εκμεταλλεύονται τον άνεμο ως κινητήρια δύναμη για τα ιστιοφόρα σκάφη. Η ωφέλιμη δύναμη για την πρόωση δίνεται από τη διαφορά πίεσης μεταξύ της εξωτερικής και της εσωτερικής πλευράς του ι. (φαινόμενο… …   Dictionary of Greek

  • αντίπρωρος — κ. πλωρος, η, ο (Α ἀντίπρῳρος, ον) [πρῴρα] νεοελλ. (για άνεμο) αυτός που φυσάει αντίθετα προς την πλώρη του καραβιού αρχ. (για πλοία) 1. αυτά που βρίσκονται αντιμέτωπα μεταξύ τους, πλώρη με πλώρη 2. έτοιμα για ναυμαχία, σε κατάσταση ετοιμότητας 3 …   Dictionary of Greek

  • υπόπρωρος — η, ο / ὑπόπρῳρος, ον, ΝΑ, θηλ. και ος Ν νεοελλ. 1. αυτός που βρίσκεται κάτω από την πλώρη πλοίου 2. φρ. «υπόπρωρη άγκυρα» ναυτ. βοηθητική άγκυρα που είχαν μερικά παλαιά ιστιοφόρα κάτω από τη στείρα τής πλώρης αρχ. (για πλοίο) αυτός που έχει… …   Dictionary of Greek

  • ακρόπρωρο — Προτομή ανθρώπου, ζώου ή άλλη γλυπτή παράσταση που τοποθετούσαν από την αρχαιότητα στην πλώρη του ξύλινου πλοίου κάτω από τον πρόβολο ιστό. Χρησίμευε για τη στήριξη του προβόλου αλλά κυρίως για τον στολισμό και ως έμβλημα του πλοίου. Στους… …   Dictionary of Greek

  • ανάπρωρος — και ανάπλωρος, η, ο (για πλοία) αυτός, τού οποίου η πλώρη είναι στραμμένη προς τη διεύθυνση από την οποία πνέει ο άνεμος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ανα * + πρώρα, πλώρη. ΠΑΡ. ανάπρωρα] …   Dictionary of Greek

  • ορθόπλωρος — ὀρθόπλῳρος, ον (Μ) (για πλοίο) αυτός που έχει υψηλή πλώρη. [ΕΤΥΜΟΛ. < ορθ(ο) * + πρῷρα / πλώρη] …   Dictionary of Greek

  • πλωριός — ά, ό, Ν 1. αυτός που βρίσκεται στην πλώρη, πρωραίος («πλωριό κατάρτι») 2. αυτός που είναι στραμμένος προς την πλώρη. [ΕΤΥΜΟΛ. < πρωραίος < πρῷρα] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”